Η (το) ΧΑΣΚΑ
της Αλεξίας Μπουκουβάλα
Είχαν περάσει σχεδόν εξήντα χρόνια από τότε που ’ρθε σε
τούτο το νησί. Φαντάρος ήρθε και μέχρι να πάρει το χαρτί στα χέρια του ούτε που
ήξερε καλά-καλά που έπεφτε τούτη η μεριά της Ελλάδας. Μάζεψε τα λιγοστά υπάρχοντά
του και αποχαιρέτησε μάνα και πατέρα, τις δυο αδερφάδες και τους γειτόνους του.
Ήξερε πως θ’ αργούσε να τους ξαναδεί. Βλέπεις, τότε υπηρετούσανε με τα χρόνια
κι όχι με τους μήνες. Αποχαιρέτησε και τον τόπο του, τον άγονο και τον
παιδευτικό, με την σιωπηρή υπόσχεση ότι μόλις απολυόταν θα γύρναγε για να
παλέψει κι αυτός με τη σειρά του, όπως ο πατέρας του κι οι παππούδες του, με τα
λιγοστά που είχανε για να καταφέρει να τ’ αυγατίσει και να στήσει τη δικιά του
οικογένεια.
Στα τρία χρόνια που υπηρέτησε στο νησί μια φορά μονάχα
κατάφερε να έρθει να τους δει κι αυτό σαν κόντευε να κλείσει και δεύτερο χρόνο
μακριά τους. Τον πόνεσε τόσο καιρό μόνο με τα γράμματα αριά και που. Μάζεψε
πόση άδεια του έμενε, παρακάλεσε και τον διοικητή του, ήτανε και υπόδειγμα
συμπεριφοράς, κατάφερε να κινήσει κι ας ήταν τέλος του χειμώνα και δύσκολα τα
καράβια σαν έπιαναν μποφόρια στο Αιγαίο. Τρεις
μέρες κόντεψε στους δρόμους και στις θάλασσες και μόνο σαν ζύγωνε κοντά
στην Ήπειρο του φάνηκε γνώριμος ο αέρας που ανέπνεε και όμορφα τα βουνά.
Ανάσανε γρήγορα για να ρουφήξει όλη τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος κι εκείνη
την οσμή που απλώνει η άνοιξη στην αυγή της, μα πιο γρήγορα κι απ’ την ανάσα
του πήγαινε η καρδιά του που λαχτάραγε στην ιδέα της επιστροφής κι ας ήταν για
λίγο. Σάββατο πριν την Τυρινή έφτανε και την Τρίτη μετά την Καθαροδευτέρα
έπρεπε να φύγει πάλι. Ας ήταν…
Το τι γιορτή στήθηκε σαν έφτασε στο χωριό του, δεν
περιγράφεται. Όλοι πέρασαν να τον δουν και να μάθουν νέα για τους τόπους που
είχε περασμένους. Όλοι, συγγενείς και φίλοι. Το σπίτι τους άνοιξε σαν να ’χανε
γάμο κι η μάνα με τις αδερφές του δε σταματούσαν να φιλεύουν τον κόσμο. Τα
γέλια δεν είχαν σταματημό κι όλοι είχαν κάτι να τον ρωτήσουν, κάτι να του
ευχηθούν. Συνέπεσε και η Αποκριά και το γλέντι φούντωσε για τα καλά. Τα
πιτσιρίκια είχαν ντυθεί με τα ρούχα από τις βάβες κι ό,τι άλλο παλιόρουχο
βρήκαν κι έφερναν γύρα στα σπίτια. Πείραζαν όποιον ήταν βολικός κι όχι
επικίνδυνος να τα κυνηγήσει με κανά σκόπι. Στο δικό του σπίτι κάθισαν με το
παραπάνω. Χαίρονταν κι αυτά διπλά με τόσους μεγάλους να γλεντάνε.
Η Τυρινή τους βρήκε χορτάτους και χαρούμενους και μ’ όλο
το χωριό στο πόδι για να τιμήσουν τα έθιμα της Αποκριάς. Το μεσημέρι στη μικρή
πλατεία τα μικρά παιδιά χόρεψαν το γαϊτανάκι κι οι μεγάλοι μασκαρεμένοι με
τσόλια, τρύπια καπότα, γκλίτσες και κάρβουνο στα μούτρα έκαναν αναπαράσταση του
γάμου με τη νύφη να ’χει μουστάκια μεγαλύτερα απ’ του γαμπρού και με το άσπρο
νυφιάτικο φουστάνι της καμωμένο από κάποιο τσεκλισμένο παλιοσέντονο. Πόσο του ’χαν
λείψει όλα αυτά τα έθιμα του τόπου του, μα κι εκείνο το πηγαίο χιούμορ των
κατοίκων που μπορούσαν από το τίποτα να στήσουν ολάκερο γλέντι, που μπορούσαν
παρ’ όλη τη φτώχειά τους να χαίρονται με την κάθε στιγμή. Σκέφτηκε πως μόνο
ένας χρόνος του ’μενε και θα γύρναγε και πάλι πίσω, αλλά αμέσως μια σκιά πέρασε
και τον έκανε να συνοφρυωθεί.
Το βράδυ, μετά το τελευταίο γεύμα της Αποκριάς, που ήταν,
όπως πρόσταζε το έθιμο, πλούσιο μιας και
ακολουθούσε η Σαρακοστή, μαζεύτηκε όλο το σόι για τη χάσκα. Η μικρή του αδερφή
είχε βράσει ένα αβγό. Έπειτα, πήρε το πετρόβεργο κι έδεσε πάνω του την άκρη
ενός σπάγκου και στην άλλη άκρη του σκοινιού έδεσε με μαεστρία το βραστό αυγό
με το τσόφλι του. Έβαλαν όλα τα μικρά να καθίσουν χάμω σ’ έναν κύκλο με τις παλάμες
κρατημένες πίσω απ’ τις πλάτες και πήρε ο πατέρας του το πετρόβεργο στα χέρια.
Έφερνε γύρα τον κύκλο κι έχασκαν τα μικρά με το στόμα ανοιχτό ποιο θα καταφέρει
να χάψει τ’ αυγό. Δώστου γέλια και κακό. Να
προσπαθούν να τεντωθούν για να φτάσουν τ’ αυγό κι αυτό να χτυπάει στα
μουτσούνια και να φέρνει γύρω στον κύκλο κατά πώς το πρόσταζε ο πατέρας του με
το πετρόβεργο. Να παλεύουν να κρατάν τα χέρια πισθάγκωνα και τα πόδια σταυρωτά
και πάνω στο κυνήγημα τ’ αυγού να κουτράν ο ένας πάνω στον άλλον. Και σαν
πέρασε η ώρα και κανένα δεν κατάφερε να χάψει τ’ αυγό, πήρε ο πατέρας λίγη
γιαούρτη και το βούτηξε μέσα. Έγιναν όλα αφανέρωτα παλεύοντας με τη χάσκα και
δεν έμεινε ούτε ένας να μη σβηστεί στα γέλια. Κι όπως πάντα, με μια μαγική
κίνηση του πατέρα, έβγαινε ο νικητής. Δεν νίκαγε κάποιο απ’ τα παιδιά γιατί
μπορούσε, μα γιατί αποφάσιζε ο πατέρας ποιος και φρόντιζε κάθε χρονιά να χάφτει
άλλος τ’ αυγό και να είναι όλοι ευχαριστημένοι.
Τούτο το έθιμο ήταν απ’ τ’ αγαπημένα του. Έβλεπε τον
πατέρα του να γίνεται και πάλι παιδί, αλλά ήταν και το πρώτο σημάδι της
Σαρακοστής που θα ξεκίναγε την επόμενη μέρα. Με αυγό έκλεινε το στόμα εκείνο το
βράδυ, με αβγό άνοιγε το βράδυ της Ανάστασης μετά τη νηστεία. Γιαουρτωμένο το
’κανε ο πατέρας του το πρώτο, κόκκινο πασχαλινό το δεύτερο.
Σαν έφυγε κι ο τελευταίος κι απόμειναν μόνο οι σπιτίσιοι,
έκατσαν κοντά στη γωνιά όλοι μαζί όπως παλιά που ήταν ακόμα παλικαράκι αστάρωτο
και τότε βρήκε την ευκαιρία και τους μίλησε για τη Ρηνιώ. Την αγαπούσε. Ένα
χρόνο τώρα η δική της αγάπη ήταν που τον κράταγε να ’χει πείσμα και δύναμη και
ν’ αντέχει μακριά σε ξένο τόπο. Φλικάρισε η καρδιά της μάνας μέχρι που
σιγουρεύτηκε ότι τους μιλούσε για αγάπη μακριά στο νησί, στα ξένα, και τότε
βούρκωσε. Τον είχε έννοια και φοβόταν ότι θα της ξέμενε εκεί το παιδί και να
που είχε δίκιο. Κατάλαβε αυτός τη μάνα του και τη στεναχώρια της. Προσπάθησε να
μερώσει αυτήν, τον πατέρα που συννέφιασε, αλλά και τις μικρές που μαράζωσαν.
Τους είπε ότι κι εκείνη τον αγαπούσε και πως είχε σκοπό να την φέρει νύφη στο
χωριό τους κι όχι να κάτσει εκείνος σώγαμπρος εκεί.
Εξήντα χρόνια τώρα, κάθε
χρόνο τέτοια μέρα, Κυριακή της Τυρινής, το μυαλό του γύρναγε πίσω σε κείνη τη
βραδιά, καθισμένοι στη γωνιά κάτω απ’ το υφαντό που ’χε κρεμασμένο η μάνα του
στο μπουχαρί, να υπόσχεται μια επιστροφή που δεν έγινε ποτέ. Εξήντα χρόνια και
πήγε πέντε φορές όλες κι όλες. Μία για να τους πάει τη νύφη να την γνωρίσουν
πριν το γάμο που έγινε στο νησί, δυο στους γάμους των αδερφάδων του κι άλλες
δυο για να αποχαιρετήσει πατέρα πρώτα και ύστερα μάνα.
Και σαν πέρασαν τα χρόνια κι ας γίνανε οι ευκολίες μεγαλύτερες,
δεν ξεκινούσε εύκολα να πάει. Είχε δεθεί με τούτο το νησί, είχε πιαστεί με τις
δουλειές του στις ελιές και στο ψάρεμα, είχε κάνει τη δική του οικογένεια και
δεν το ’βλεπε εύκολο να ξεκουνήσει. Έπειτα, γέρασε κιόλας. Κι ήταν αυτή η
καλύτερη δικαιολογία και για τον εαυτό του κι όσους τον περίμεναν.
Όσα χρόνια, όμως,
κι αν είχαν περάσει, όσο κι αν είχε γίνει ένα με τους ντόπιους, μέσα του πάντα
σιγόκαιγε μια φλόγα ηπειρώτικη. Αυτή η ίδια που σιγοκαίει σε κάθε ηπειρώτη που
η ζωή τον έφερε μακριά απ’ τα κακοτράχαλα βουνά και τις δαντελωτές ακτές της
μάνας γης. Είχε μάθει στα παιδιά του ν’ ακούν τα τραγούδια του τόπου του, να
χορεύουν τους χορούς του, ν’ ακολουθούν τα ήθη και τα έθιμά του, να αρκούνται
στα λίγα και να μοιράζονται ό,τι έχουν, να δίνουν χωρίς να θυμούνται και να
παίρνουν χωρίς να ξεχνάνε. Κι αυτά με τη σειρά τους, το ίδιο έκαναν και στα
εγγόνια του. Είχε φτιάξει μια οικογένεια δεμένη που αγαπούσε την πατρίδα του
παππού περισσότερο κι από τον ίδιο. Έτσι του έδειχναν τον σεβασμό τους όλοι και
τώρα που πλησίαζε τα ογδόντα ακόμη περισσότερο.
Είχε ξημερώσει Κυριακή της Τυρινής. Βόηθησε τα εγγόνια
του να φτιάξουν τον χαρταετό για την επόμενη μέρα και τους έλεγε ιστορίες
αποκριάτικες. Αυτά μαζεμένα τριγύρω του τον άκουγαν με προσοχή και στις οδηγίες
για τον χαρταετό, αλλά και στις αστείες ιστορίες του. Ίσως και να ήταν
αληθινές, ίσως και να τις σκαρφιζόταν ο ίδιος. Δεν είχε σημασία. Σημασία είχε
ότι τα παιδιά διασκέδαζαν κι εκείνος γίνονταν άλλος τόσος. Τούς θύμισε πως το
βράδυ θα παίζανε τη χάσκα. Κανένα τους δεν το είχε ξεχάσει. Ίσα-ίσα που το
περιμένανε με ανυπομονησία κι όπως πάντα είχαν φωνάξει και κανά δυο απ’ τα
παιδιά της γειτονιάς που κάνανε παρέα για να παίξουν όλα μαζί.
Το σούρουπο, μετά το φαγητό, η γιαγια-Ρηνιώ μάζεψε όλα τα
παιδιά και τα ’βαλε να καθίσουν χάμω, έβρασε ένα αυγό σφιχτό και πήρε το σκοινί
για να το δέσει στο πετρόβεργο. Όλη αυτή την ώρα, τα παιδιά παρακολουθούσαν την
κάθε της κίνηση και άκουγαν με προσοχή τον παππού να τους εξηγεί τι πρέπει να
κάνουν. Είχαν αρχίσει ήδη να κάνουν προσπάθειες να πιάσουν ένα φανταστικό αβγό
στον αέρα μέχρι να ετοιμαστεί η χάσκα όταν άκουσαν την καμπάνα απ’ το μικρό
ξωκλήσι να χτυπάει. Όλοι κατάλαβαν. Κι ας κόντευε να νυχτώσει κι ας έκανε κρύο
και η βροχή έπεφτε ασταμάτητη, μια ακόμα βάρκα με πρόσφυγες ζύγωνε τις ακτές
τους. Έπρεπε να κατέβουν να βοηθήσουν όπως έκαναν κάθε φορά που έβλεπαν
φουσκωτό στ’ ανοιχτά.
Οι μεγάλοι κοιτάχτηκαν και με γρήγορες ματιές
συνεννοήθηκαν. Η γιαγια-Ρηνιώ μάζεψε ό,τι φαγώσιμο είχε μείνει και το
πακετάρισε. Οι μανάδες έτρεξαν στα σπίτια τους. Μάζευαν από λίγα ρούχα η κάθε
μία κι ό,τι έμενε από όσους έφταναν στο νησί. Τα έπλεναν, τα σιδέρωναν και τα
κράταγαν στην άκρη για την επόμενη φορά που θα φαινόντουσαν χρήσιμα. Ποιος
ξέρει πόση ταλαιπώρια κουβάλαγαν κι αυτοί οι έρμοι που έφταναν τώρα… Κι αν θα
’φταναν… Δεν ήταν λίγες οι φορές που τους έβλεπαν να πνίγονται λίγα μέτρα απ’
τη στεριά, να τους πετούν τα κύματα στα βράχια, να χάνονται έτσι μπρος τα μάτια
τους, ανήμποροι να κολυμπήσουν εκείνοι, ανήμποροι και να βοηθήσουν ετούτοι. Μα
και αν τα κατάφερναν να φτάσουν και να πατήσουν το πόδι τους στη στεριά, σε τι
κατάσταση θα ήταν; Μάνες με μωρά, παιδιά ωριμασμένα πριν της ώρας τους απ’ τη
μάνητα του πολέμου, άρρωστοι, πόδια πληγιασμένα και ψυχές κομματιασμένες…
Τίποτα δεν αφήνει όρθιο ο άνθρωπος σαν θέλει να κάνει φίλο του τον πόλεμο…
Μέσα σε λίγα λεπτά οι μεγάλοι ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν
για την ακτή. Τα μεγαλύτερα παιδιά θα έμεναν να φυλάξουν τα μικρότερα. Η ανάγκη
τώρα ήταν για βοήθεια στους κατατρεγμένους. Όλοι μέσα τους προσεύχονταν για
τους πρόσφυγες. Ετούτη η ακτή του νησιού ήταν η πιο δύσκολη κι απότομη και ο
καιρός εκείνο το βράδυ δε βοηθούσε. Μακάρι να ’βγαιναν ζωντανοί κι έφταναν πια
τα τόσα κορμιά που ’χαν ταΐσει τούτη τη θάλασσα…
Πριν κλείσουν την πόρτα πίσω τους, πετάχτηκε η μικρή
Ρηνούλα και τους πρόφτασε. Κρατούσε στο χέρι της το σφιχτοβρασμένο αυγό της
χάσκας.
-Πάρτε το κι αυτό! Το
ξεχάσατε! Κάποιο παιδάκι μπορεί να το θελήσει… Εμείς δεν το χρειαζόμαστε πια.
Έτσι, παιδιά; Εγώ θα το κέρδιζα. Έτσι, παππού; Και να του πείτε ότι αυτή που
του το στέλνει τη λένε Ρηνούλα. Ειρήνη, δηλαδή. Θα καταλάβει αυτό!
Μαρτιος 2016
- ΥΓ. Αλεξία σ' ευχαριστω
- βάβες κι ό,τι άλλο παλιόρου